- σημαδάριος
- ὁ, Μχρηματιστής ή τραπεζίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδιον «ενέχυρο» + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. σιλεντι-άριος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σημαδαρικός — ή, όν, Μ [σημαδάριος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρηματιστήριο … Dictionary of Greek